- ἥπατι
- ἧπαρliverneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡπατίτιδας — ἡπατί̱τιδας , ἡπατῖτις of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατίτιδες — ἡπατί̱τιδες , ἡπατῖτις of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατίτιδος — ἡπατί̱τιδος , ἡπατῖτις of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατίτισιν — ἡπατί̱τισιν , ἡπατῖτις of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EXTISPICES — ab extis inspiciendis dicti sunt olim Auspices, qui e victimatum in aris occisarum visceribus, ex artis suae quae Extispicina dicta est, disciplina consideratis, sutura praedicebant; de qua Cic. Extis, inquit, omnes fere utimur. Haec viguit… … Hofmann J. Lexicon universale
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
εξαιμάτωσις — ἐξαιμάτωσις, η (Α) [εξαιματώ] (για τροφή) η μετατροπή σε αίμα («ἐν ἥπατι κατά τήν έξαιμάτωσιν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
συνεπικοινωνώ — έω, Μ [ἐπικοινωνῶ] μετέχω σε κάτι μαζί με κάτι άλλο («κἄν συνεπικοινωνῶσι τῷ ἥπατι τοῡ πάθους oἱ νεφροί», Ακτουάρ.) … Dictionary of Greek
ἥπατ' — ἥπατε , ἥπατος masc voc sg ἥπατα , ἧπαρ liver neut nom/voc/acc pl ἥπατι , ἧπαρ liver neut dat sg ἥπατε , ἧπαρ liver neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)